Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μεταβαλεῖν τὸ ς

См. также в других словарях:

  • μεταβαλεῖν — μεταβάλλω throw into a different position aor inf act (attic epic doric) μεταβάλλω throw into a different position fut inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PARIANI — populus in Hellesponto, qui Amorem Deum venerantur. Eorum urbs Parium, quod a Pari Insul. incolis conditum est. Ο᾿φιογενεῖς dicuntur Straboni l. 13. ubi addit: Μύθευον δὲ τὸν ἀρχηγέτην τοῦ γένους ἥρωά τινα μεταβαλεῖν ἐζ ὄφεως᾿ τάχα δε τῶ Ψυλλῶν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …   Dictionary of Greek

  • εσθήτα — η (AM ἐσθής, Α και δωρ. τ. ἐσθάς) ένδυμα, ενδυμασία νεοελλ. (κυρίως) γυναικείο φόρεμα (φουστάνι) αρχ. μσν. 1. (περιλπτ.) τα ενδύματα («ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω») 2. το ένδυμα τού βαπτίσματος αρχ. φρ. α) «χρηστηρία ἐσθής» το ένδυμα τής προφήτιδος β)… …   Dictionary of Greek

  • ηδύοσμος — η, ο (AM ἡδύοσμος, ον) 1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος 2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡὁ ἡδύοσμος το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῑν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῡσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * …   Dictionary of Greek

  • ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»